γλεύκινος

γλεύκινος
γλεύκ-ινος, η, ον,
A made with γλεῦκος as a vehicle, μύρον, a special kind of confection or oil, Dsc.1.57, Androm. ap.Gal.13.1039, Aët.12.55; also γ. ἔλαιον Colum.12.53, Plin.HN23.46.
2 partly fermented,

οἶνος Gal.UP4.3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλεύκινος — γλεύκινος, η, ον (Α) [γλεύκος] 1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον») 2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση 3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής …   Dictionary of Greek

  • γλεύκινος — made with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλεύκινον — γλεύκινος made with masc acc sg γλεύκινος made with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλευκίνης — γλεύκινος made with fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλευκίνου — γλεύκινος made with masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλευκίνῳ — γλεύκινος made with masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλεύκινα — γλεύκινος made with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”